- Αλκαίος
- οκύρ. όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἀλκαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκαῖος — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
Αλκαίος, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1785 – Άργος 1833).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Θ. Μεϊμάρογλου (χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μυτιληναίος και Λέσβιος). Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου ίδρυσαν εκεί ελληνικό … Dictionary of Greek
κἀλκαῖος — Ἀλκαῖος , Ἀλκαῖος masc nom sg ἀλκαῖος , ἀλκαῖος strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκαίω — Ἀλκαῖος masc nom/voc/acc dual Ἀλκαῖος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκαῖον — Ἀλκαῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκαίοιο — Ἀλκαῖος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκαίου — Ἀλκαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκαίῳ — Ἀλκαῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)